ἀπλυσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπλυσίᾱ | αἱ | ἀπλυσίαι |
γενική | τῆς | ἀπλυσίᾱς | τῶν | ἀπλυσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀπλυσίᾳ | ταῖς | ἀπλυσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀπλυσίᾱν | τὰς | ἀπλυσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀπλυσίᾱ | ἀπλυσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπλυσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπλυσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπλυσία < ἄπλυτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπλυσία θηλυκό
- ρυπαρότητα, βρόμα
- είδος σπόγγου που δεν είναι δυνατόν να καθαριστεί