γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπαναινόμενος ἀπαναινομένη τὸ ἀπαναινόμενον
      γενική τοῦ ἀπαναινομένου τῆς ἀπαναινομένης τοῦ ἀπαναινομένου
      δοτική τῷ ἀπαναινομέν τῇ ἀπαναινομέν τῷ ἀπαναινομέν
    αιτιατική τὸν ἀπαναινόμενον τὴν ἀπαναινομένην τὸ ἀπαναινόμενον
     κλητική ! ἀπαναινόμενε ἀπαναινομένη ἀπαναινόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπαναινόμενοι αἱ ἀπαναινόμεναι τὰ ἀπαναινόμεν
      γενική τῶν ἀπαναινομένων τῶν ἀπαναινομένων τῶν ἀπαναινομένων
      δοτική τοῖς ἀπαναινομένοις ταῖς ἀπαναινομέναις τοῖς ἀπαναινομένοις
    αιτιατική τοὺς ἀπαναινομένους τὰς ἀπαναινομένᾱς τὰ ἀπαναινόμεν
     κλητική ! ἀπαναινόμενοι ἀπαναινόμεναι ἀπαναινόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπαναινομένω τὼ ἀπαναινομέν τὼ ἀπαναινομένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπαναινομένοιν τοῖν ἀπαναινομέναιν τοῖν ἀπαναινομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀπαναινόμενος, -η, -ον