Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀπαναινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀπαναινόμεν
ος
ἡ
ἀπαναινομέν
η
τὸ
ἀπαναινόμεν
ον
γενική
τοῦ
ἀπαναινομέν
ου
τῆς
ἀπαναινομέν
ης
τοῦ
ἀπαναινομέν
ου
δοτική
τῷ
ἀπαναινομέν
ῳ
τῇ
ἀπαναινομέν
ῃ
τῷ
ἀπαναινομέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἀπαναινόμεν
ον
τὴν
ἀπαναινομέν
ην
τὸ
ἀπαναινόμεν
ον
κλητική
ὦ
!
ἀπαναινόμεν
ε
ἀπαναινομέν
η
ἀπαναινόμεν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀπαναινόμεν
οι
αἱ
ἀπαναινόμεν
αι
τὰ
ἀπαναινόμεν
ᾰ
γενική
τῶν
ἀπαναινομέν
ων
τῶν
ἀπαναινομέν
ων
τῶν
ἀπαναινομέν
ων
δοτική
τοῖς
ἀπαναινομέν
οις
ταῖς
ἀπαναινομέν
αις
τοῖς
ἀπαναινομέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἀπαναινομέν
ους
τὰς
ἀπαναινομέν
ᾱς
τὰ
ἀπαναινόμεν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀπαναινόμεν
οι
ἀπαναινόμεν
αι
ἀπαναινόμεν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀπαναινομέν
ω
τὼ
ἀπαναινομέν
ᾱ
τὼ
ἀπαναινομέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἀπαναινομέν
οιν
τοῖν
ἀπαναινομέν
αιν
τοῖν
ἀπαναινομέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λυόμενος'
όπως «
λυόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀπαναινόμενος, -η, -ον
μετοχή
μεσοπαθητικού ενεστώτα
- ρήμα:
ἀπαναίνομαι