→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνεπιδόκητος τὸ ἀνεπιδόκητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνεπιδοκήτου τοῦ ἀνεπιδοκήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνεπιδοκήτ τῷ ἀνεπιδοκήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνεπιδόκητον τὸ ἀνεπιδόκητον
     κλητική ! ἀνεπιδόκητε ἀνεπιδόκητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνεπιδόκητοι τὰ ἀνεπιδόκητ
      γενική τῶν ἀνεπιδοκήτων τῶν ἀνεπιδοκήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνεπιδοκήτοις τοῖς ἀνεπιδοκήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνεπιδοκήτους τὰ ἀνεπιδόκητ
     κλητική ! ἀνεπιδόκητοι ἀνεπιδόκητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνεπιδοκήτω τὼ ἀνεπιδοκήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνεπιδοκήτοιν τοῖν ἀνεπιδοκήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεπιδόκητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνεπιδόκητος, -ος, -ον

  • απροσδόκητος
    ※  6ος/5ος αιώνας πκε, Σιμωνίδης ο Κείος, απόσπασμα: 527
    οὐκ ἔστιν κακὸν | ἀνεπιδόκητον ἀνθρώποις· ὀλίγωι δὲ χρόνωι | πάντα μεταρρίπτει θεός
    Δεν υπάρχει δυστυχία, | που να μην την περιμένουν | οι άνθρωποι, και μες σε λίγο | καιρόν όλα ο Θεός τ᾽ αλλάζει.
    Μετάφραση: Ηλίας Βουτιερίδης @greek-language.gr
    Κακό απρόσμενο δεν υπάρχει | για τον άνθρωπο. Μέσα σε λίγο χρόνο | ο θεός μπορεί να προκαλέσει την καθολική κατάρρευση.
    Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης @greek-language.gr