πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀναβᾰτα-
ονομαστική ἀναβάτης οἱ ἀναβάται
      γενική τοῦ ἀναβάτου τῶν ἀναβατῶν
      δοτική τῷ ἀναβάτ τοῖς ἀναβάταις
    αιτιατική τὸν ἀναβάτην τοὺς ἀναβάτᾱς
     κλητική ! ἀναβάτ ἀναβάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναβάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀναβάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναβάτης < ἀναβαίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναβάτης ( & ἀμβάτης )

  1. ο αναβάτης σε άλογο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Κριτίας, 119b
    ἀναβάτας, ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ' ἐπιβάτην τοῖν ἵπποιν ἡνίοχον ἔχουσαν, ὁπλίτας δὲ δύο καὶ τοξότας σφενδονήτας τε ἑκατέρους δύο, γυμνῆτας δὲ λιθοβόλους καὶ ἀκοντιστὰς τρεῖς ἑκατέρους, ναύτας δὲ τέτταρας εἰς πλήρωμα διακοσίων καὶ χιλίων νεῶν.
  2. εκείνος που έχει σκαρφαλώσει π.χ. σε δέντρο
  3. ο επιβήτορας, το άλογο