ἀναβάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀναβᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀναβάτης | οἱ | ἀναβάται | |
γενική | τοῦ | ἀναβάτου | τῶν | ἀναβατῶν | |
δοτική | τῷ | ἀναβάτῃ | τοῖς | ἀναβάταις | |
αιτιατική | τὸν | ἀναβάτην | τοὺς | ἀναβάτᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀναβάτᾰ | ἀναβάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναβάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναβάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀναβάτης < ἀναβαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀναβάτης ( & ἀμβάτης )
- ο αναβάτης σε άλογο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- ἀναβάτας, ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ' ἐπιβάτην τοῖν ἵπποιν ἡνίοχον ἔχουσαν, ὁπλίτας δὲ δύο καὶ τοξότας σφενδονήτας τε ἑκατέρους δύο, γυμνῆτας δὲ λιθοβόλους καὶ ἀκοντιστὰς τρεῖς ἑκατέρους, ναύτας δὲ τέτταρας εἰς πλήρωμα διακοσίων καὶ χιλίων νεῶν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κριτίας, 119b
- εκείνος που έχει σκαρφαλώσει π.χ. σε δέντρο
- ο επιβήτορας, το άλογο
Πηγές
επεξεργασία
- ἀναβάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναβάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.