Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀ˘λεκτρυαινα-
ονομαστική ἀλεκτρύαιν αἱ ἀλεκτρύαιναι
      γενική τῆς ἀλεκτρυαίνης τῶν ἀλεκτρυαινῶν
      δοτική τῇ ἀλεκτρυαίν ταῖς ἀλεκτρυαίναις
    αιτιατική τὴν ἀλεκτρύαινᾰν τὰς ἀλεκτρυαίνᾱς
     κλητική ! ἀλεκτρύαιν ἀλεκτρύαιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλεκτρυαίν
γεν-δοτ τοῖν  ἀλεκτρυαίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλεκτρύαινα < ἀλεκτρυ(ών) + -αινα, λέξη δημιουργημένη από τον Αριστοφάνη στις Νεφέλες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλεκτρύαινα, -ης θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία