ἀκαμαντομάχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκαμαντομάχης | οἱ | ...?...αι |
γενική | τοῦ | ἀκαμαντομάχου | τῶν | ἀκαμαντομαχῶν |
δοτική | τῷ | ἀκαμαντομάχῃ | τοῖς | ἀκαμαντομάχαις |
αιτιατική | τὸν | ἀκαμαντομάχην | τοὺς | ἀκαμαντομάχᾱς |
κλητική ὦ! | ἀκαμαντομάχη | ...?...αι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκαμαντομάχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκαμαντομάχαιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - 1η κλίση, ομάδα «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀκαμαντομάχης αρσενικό
- άλλη γραφή του ἀκαμαντομάχας, αυτός που δεν κουράζεται στη μάχη
Πηγές
επεξεργασία- ἀκαμαντομάχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.