Δείτε επίσης: αθήρωμα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀθήρωμᾰ τὰ ἀθηρώμᾰτ
      γενική τοῦ ἀθηρώμᾰτος τῶν ἀθηρωμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀθηρώμᾰτ τοῖς ἀθηρώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀθήρωμᾰ τὰ ἀθηρώμᾰτ
     κλητική ! ἀθήρωμᾰ ἀθηρώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθηρώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀθηρωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθήρωμα (ελληνιστική κοινή) < ἀθήρη + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀθήρωμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (ιατρική) μορφή οιδήματος ή όγκου
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De methodo medendi, 14.12, @scaife.perseus
    συνηθέστατα δὲ γιγνόμενα τοῦ γένους τοῦδε τῶν νοσημάτων εἴδη ἐστὶ τρία, προσηγορίας ἕκαστον αὐτῶν ἰδίας τετυχηκὸς, ἀθήρωμα καὶ μελικηρὶς καὶ στεάτωμα, ἀπὸ τῆς ὁμοιότητος τῶν περιεχομένων οὐσιῶν κατὰ τοὺς ὄγκους. ἔστι γὰρ αὐτῶν ἡ μέν τις οἷόν περ τὸ στέαρ, ἡ δὲ οἷον μέλι, καί τις ἀθήρᾳ παραπλήσιος.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία