→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀερσίπους τὸ ἀερσίπουν
      γενική τοῦ/τῆς ἀερσίποδος τοῦ ἀερσίποδος
      δοτική τῷ/τῇ ἀερσίπόδ τῷ ἀερσίποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀερσίποδ τὸ ἀερσίπουν
     κλητική ! ἀερσίπους ἀερσίπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀερσίποδες τὰ ἀερσίποδ
      γενική τῶν ἀερσιπόδων τῶν ἀερσιπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀερσίποσῐ(ν) τοῖς ἀερσίποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀερσίποδᾰς τὰ ἀερσίποδ
     κλητική ! ἀερσίποδες ἀερσίποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀερσίποδε τὼ ἀερσίποδε
      γεν-δοτ τοῖν ἀερσιπόδοιν τοῖν ἀερσιπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀερσίπους < ἀερσί- + -πους

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀερσίπους, -ους, -ουν