ἀερσίπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀερσίπους, -ους, -ουν
- (για άλογα) που σηκώνει το πόδι ψηλά, ασυναίρετη μορφή του ἀρσίπους
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 475
- αἱ δ᾽ ἔτ᾽ ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται.
- Εκείνα ακόμα στον κάμπο πέρα, τρέχουνε, τ' αψηλοπίλαλα άτια (Μετάφραση Πάλλη)
- Σκηνή: Αρματοδρομία στη μνήμη του Πάτροκλου. Ο Αίας ο Λοκρός, γιος του Οιλέα, κατηγορεί τον Ιδομενέα.
- αἱ δ᾽ ἔτ᾽ ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται.
- ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 325
- οἳ μὲν ἔπειθ’ ἵζοντο κατὰ στίχας, ἧχι ἑκάστῳ ἵπποι ἀερσίποδες καὶ ποικίλα τεύχε’ ἔκειτο·
- Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. (Μετάφραση Πάλλη)
- Σκηνή: «Ἀλεξάνδρου [Πάριδος] καὶ Μενελάου μονομαχία» Θα ξεκινήσει η μονομαχία, όλοι κάθονται κοντά στα άλογά τους για να παρακολουθήσουν.
- οἳ μὲν ἔπειθ’ ἵζοντο κατὰ στίχας, ἧχι ἑκάστῳ ἵπποι ἀερσίποδες καὶ ποικίλα τεύχε’ ἔκειτο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 475
Πηγές
επεξεργασία- ἀερσίπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀερσίπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.