Δείτε επίσης: αγερμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγερμός οἱ ἀγερμοί
      γενική τοῦ ἀγερμοῦ τῶν ἀγερμῶν
      δοτική τῷ ἀγερμ τοῖς ἀγερμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀγερμόν τοὺς ἀγερμούς
     κλητική ! ἀγερμέ ἀγερμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγερμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγερμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγερμός < ἀγείρω, θέμα ἀ-γερ- + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγερμός αρσενικό

  1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών
  2. συνώνυμο του ἄγερσις, συνάθροιση στρατού με σκοπό πολέμου
      Ὀδύσσειαν γὰρ ποιῶν οὐκ ἐποίησεν ἅπαντα ὅσα αὐτῷ συνέβη, οἷον πληγῆναι μὲν ἐν τῷ Παρνασσῷ, μανῆναι δὲ προσποιήσασθαι ἐν τῷ ἀγερμῷ
    Συνθέτοντας την Οδύσσεια [ο Όμηρος] δεν συμπεριέλαβε στο ποίημά του όλα όσα συνέβησαν στον Οδυσσέα, ότι πληγώθηκε π.χ. στον Παρνασσό ή ότι κατά τη συγκέντρωση του στρατού προσποιήθηκε τον τρελό
    Αριστοτέλης, Ποιητική (1451a.20) Μετάφραση: Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
  3. συγκέντρωση, θησαυρισμός σοφίας και εμπειρίας

Συγγενικά

επεξεργασία