αγερμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγερμός | οι | αγερμοί |
γενική | του | αγερμού | των | αγερμών |
αιτιατική | τον | αγερμό | τους | αγερμούς |
κλητική | αγερμέ | αγερμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγερμός < αρχαία ελληνική ἀγερμός (έρανος, συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς) < αρχαία ελληνική ἀγείρω θέμα ἀ-γερ- + -μος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝeɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γερ‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγερμός αρσενικό
- (λαογραφία) έθιμο επίσκεψης σε σπίτια σε ημέρες εορτών για να τραγουδηθούν κάλαντα και να δοθούν ευχές
Εκφράσεις
επεξεργασία- Αγερμοί του Λαζάρου (κάλαντα για το Σάββατο του Λαζάρου)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)