Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όκιο τα όκια
      γενική του όκιου των όκιων
    αιτιατική το όκιο τα όκια
     κλητική όκιο όκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όκιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική occhio (μάτι)

  Προφορά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όκιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) το τρύπιο μεταλλικό τμήμα ενός πλοίου μέσα από το οποίο περνάει η άγκυρα ή οι κάβοι που το δένουν στο λιμάνι.