Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωτολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωτολογικ
ός
η
ωτολογικ
ή
το
ωτολογικ
ό
γενική
του
ωτολογικ
ού
της
ωτολογικ
ής
του
ωτολογικ
ού
αιτιατική
τον
ωτολογικ
ό
την
ωτολογικ
ή
το
ωτολογικ
ό
κλητική
ωτολογικ
έ
ωτολογικ
ή
ωτολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωτολογικ
οί
οι
ωτολογικ
ές
τα
ωτολογικ
ά
γενική
των
ωτολογικ
ών
των
ωτολογικ
ών
των
ωτολογικ
ών
αιτιατική
τους
ωτολογικ
ούς
τις
ωτολογικ
ές
τα
ωτολογικ
ά
κλητική
ωτολογικ
οί
ωτολογικ
ές
ωτολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωτολογικός
<
ωτολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ωτολογικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) που αναφέρεται στην
ωτολογία
ως
επιστήμη
που σχετίζεται με πρόβλημα των αυτιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωτολογικός