ωροσήμανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωροσήμανση | οι | ωροσημάνσεις |
γενική | της | ωροσήμανσης* | των | ωροσημάνσεων |
αιτιατική | την | ωροσήμανση | τις | ωροσημάνσεις |
κλητική | ωροσήμανση | ωροσημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωροσημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωροσήμανση θηλυκό
- η καταγραφή των ωρών άφιξης και αναχώρησης από κάποιο μέρος με ειδικό μηχάνημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωροσήμανση
|