ωοθηκεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωοθηκεκτομή < ὠοθηκεκτομή στην καθαρεύουσα < ὠοθήκη + ἐκτομή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωοθηκεκτομή θηλυκό (γενική: της ωοθηκεκτομής, δόκιμο στον ενικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωοθηκεκτομή