ψόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψόλος | οἱ | ψόλοι |
γενική | τοῦ | ψόλου | τῶν | ψόλων |
δοτική | τῷ | ψόλῳ | τοῖς | ψόλοις |
αιτιατική | τὸν | ψόλον | τοὺς | ψόλους |
κλητική ὦ! | ψόλε | ψόλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψόλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψόλος, -ου αρσενικό
- καπνός, αιθάλη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 24 ή 23 @books.google.gr, @books.google.gr
- ἐπιβωμίῳ ψόλῳ ή κἀπιβωμίῳ ψόλῳ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 24 ή 23 @books.google.gr, @books.google.gr
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.