ψολόεις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψολόεις < ψόλος (καπνός)
Επίθετο επεξεργασία
ψολόεις, -εσσα, -εν
- που βγάζει καπνούς
- Αἴτνη ψολόεσσα
- (για τον κεραυνό)
- ἠδ᾽ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ζεὺς ὑψιβρεμέτης (Ομήρου Οδύσσεια, ψ 330-1)
- και πως στο γρήγορο καράβι τους ο Δίας ο αψηλοβρόντης σφεντόνισε αχνιστό αστροπέλεκο (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη)
- ἠδ᾽ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ζεὺς ὑψιβρεμέτης (Ομήρου Οδύσσεια, ψ 330-1)