↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωροδραχμή οι ψωροδραχμές
      γενική της ψωροδραχμής των ψωροδραχμών
    αιτιατική την ψωροδραχμή τις ψωροδραχμές
     κλητική ψωροδραχμή ψωροδραχμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωροδραχμή < ψωρο- + δραχμή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pso.ɾo.ðɾax.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐ρο‐δρα‐χμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωροδραχμή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία