ψωροδραχμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pso.ɾo.ðɾax.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐ρο‐δρα‐χμή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωροδραχμή θηλυκό
- (μειωτικό) δραχμή με μικρή αξία
- ※ «Ἐμένα εὕρηκε νὰ παύσῃ αὐτὸ τὸ κ… ὑπουργεῖον!… Ναῖσκε!… μὲ τῆς ἐξῆντα τέσσαρες ψωροδραχμαὶς ποῦ μοῦ ἔδινε θὰ κατορθώσῃ τὸ ἰσοζύγιον!… Δὲν πάει νὰ κουρεύεται κι' αὐτό!…» (Χαράλαμπος Άννινος, Το Λαχείον, στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωροδραχμή
|