ψευδοπαράθυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψευδοπαράθυρο | τα | ψευδοπαράθυρα |
γενική | του | ψευδοπαράθυρου & ψευδοπαραθύρου |
των | ψευδοπαράθυρων & ψευδοπαραθύρων |
αιτιατική | το | ψευδοπαράθυρο | τα | ψευδοπαράθυρα |
κλητική | ψευδοπαράθυρο | ψευδοπαράθυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pse.vðo.paˈɾa.θi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δο‐πα‐ρά‐θυ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοπαράθυρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) ψεύτικο παράθυρο, απομίμηση παραθύρου
- ※ Oι διαστάσεις και οι κατασκευαστικές και δομικές λεπτομέρειες των ψευδοπαράθυρων βρίσκουν απόλυτη αντιστοιχία στο λίθινο παράθυρο, κομμάτια του οποίου είχαν βρεθεί στα ανατολικά του μνημείου (Βεργίνα: Περίτεχνος τάφος με λίθινα ψευδοπαράθυρα, εφημ. Μακεδονία, 29/02/2012 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοπαράθυρο
|
Πηγές
επεξεργασία- ψευδοπαράθυρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)