ψευδομνήμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδομνήμη < ψευδο- + μνήμη. μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudomemory
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδομνήμη θηλυκό
- (νευρολογία, ψυχολογία}} πλαστή μνήμη, ασυνείδητη μνημονική μυθοπλασία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδομνήμη