Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψευδαργυρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψευδαργυρικ
ός
η
ψευδαργυρικ
ή
το
ψευδαργυρικ
ό
γενική
του
ψευδαργυρικ
ού
της
ψευδαργυρικ
ής
του
ψευδαργυρικ
ού
αιτιατική
τον
ψευδαργυρικ
ό
την
ψευδαργυρικ
ή
το
ψευδαργυρικ
ό
κλητική
ψευδαργυρικ
έ
ψευδαργυρικ
ή
ψευδαργυρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψευδαργυρικ
οί
οι
ψευδαργυρικ
ές
τα
ψευδαργυρικ
ά
γενική
των
ψευδαργυρικ
ών
των
ψευδαργυρικ
ών
των
ψευδαργυρικ
ών
αιτιατική
τους
ψευδαργυρικ
ούς
τις
ψευδαργυρικ
ές
τα
ψευδαργυρικ
ά
κλητική
ψευδαργυρικ
οί
ψευδαργυρικ
ές
ψευδαργυρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψευδαργυρικός
<
ψευδάργυρος
Επίθετο
επεξεργασία
ψευδαργυρικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
ψευδάργυρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψευδαργυρικός