↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδαισθησιογόνο τα ψευδαισθησιογόνα
      γενική του ψευδαισθησιογόνου των ψευδαισθησιογόνων
    αιτιατική το ψευδαισθησιογόνο τα ψευδαισθησιογόνα
     κλητική ψευδαισθησιογόνο ψευδαισθησιογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδαισθησιογόνα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψευδαισθησιογόνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pse.vðe.sθi.si.oˈɣo.na/

  Επίθετο

επεξεργασία

ψευδαισθησιογόνα ουδέτερο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων - Ναρκωτικά (Α-)