ψείρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψείρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια τού ψειρίζω, σκοτώνω / αφαιρώ τις ψείρες από το κεφάλι
- η λεπτομερής αντιμετώπιση ενός θέματος
- ※ Με το παραμικρό που θα πω, η μαμά αρχίζει το ψείρισμα, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνει. Ο εγκέφαλός της παθαίνει αμόκ. Τι σημαίνει αυτό; Είναι καλά η Όντρεϋ; Τι πραγματικά εννοεί η Όντρεϋ; (Αναζητώντας την Όντρεϋ, Σοφί Κινσέλλα, μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη, Εκδόσεις Πατάκη, 2015)
- ※ "Οπως τά κεφάλια των νεαρών μαθητών καί μαθητριών του ευτυχούς(;) σχολικού έτους 2006-2007, έτσι καί ή μετάφραση θέλει, κοινώς, «ψείρισμα», ψάξιμο όρων, προσώπων, πραγμάτων, γεγονότων. " (Ο Πολίτης, τεύχη 146-150, Δήμος Μαυρομάτης, 2006 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψείρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψείρισμα
|