Δείτε επίσης: ψείριασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψείρισμα τα ψειρίσματα
      γενική του ψειρίσματος των ψειρισμάτων
    αιτιατική το ψείρισμα τα ψειρίσματα
     κλητική ψείρισμα ψειρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψείρισμα < ψειρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψείρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια τού ψειρίζω, σκοτώνω / αφαιρώ τις ψείρες από το κεφάλι
  2. η λεπτομερής αντιμετώπιση ενός θέματος
    ※  Με το παραμικρό που θα πω, η μαμά αρχίζει το ψείρισμα, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνει. Ο εγκέφαλός της παθαίνει αμόκ. Τι σημαίνει αυτό; Είναι καλά η Όντρεϋ; Τι πραγματικά εννοεί η Όντρεϋ; (Αναζητώντας την Όντρεϋ, Σοφί Κινσέλλα, μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη, Εκδόσεις Πατάκη, 2015)
    ※  "Οπως τά κεφάλια των νεαρών μαθητών καί μαθητριών του ευτυχούς(;) σχολικού έτους 2006-2007, έτσι καί ή μετάφραση θέλει, κοινώς, «ψείρισμα», ψάξιμο όρων, προσώπων, πραγμάτων, γεγονότων. " (Ο Πολίτης, τεύχη 146-150, Δήμος Μαυρομάτης, 2006 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία