ψειρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψειρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαψειρίζω, αόρ.: ψείρισα, παθ.φωνή: ψειρίζομαι, π.αόρ.: ψειρίστηκα, μτχ.π.π.: ψειρισμένος
- (λαϊκότροπο) αφαιρώ τις ψείρες, καθαρίζω κάτι από τις ψείρες
- ※ Κάτω από μιαν κατάκαρπη ροδιά μια σταφιδιασμένη γριούλα ψείριζε το εγγονάκι της. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: ξεψειρίζω, ξεψειριάζω
- (μεταφορικά) μελετώ κάτι και το εξετάζω επίμονα ως την παραμικρή του λεπτομέρεια
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο) κλέβω, ληστεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψειρίζω | ψείριζα | θα ψειρίζω | να ψειρίζω | ψειρίζοντας | |
β' ενικ. | ψειρίζεις | ψείριζες | θα ψειρίζεις | να ψειρίζεις | ψείριζε | |
γ' ενικ. | ψειρίζει | ψείριζε | θα ψειρίζει | να ψειρίζει | ||
α' πληθ. | ψειρίζουμε | ψειρίζαμε | θα ψειρίζουμε | να ψειρίζουμε | ||
β' πληθ. | ψειρίζετε | ψειρίζατε | θα ψειρίζετε | να ψειρίζετε | ψειρίζετε | |
γ' πληθ. | ψειρίζουν(ε) | ψείριζαν ψειρίζαν(ε) |
θα ψειρίζουν(ε) | να ψειρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψείρισα | θα ψειρίσω | να ψειρίσω | ψειρίσει | ||
β' ενικ. | ψείρισες | θα ψειρίσεις | να ψειρίσεις | ψείρισε | ||
γ' ενικ. | ψείρισε | θα ψειρίσει | να ψειρίσει | |||
α' πληθ. | ψειρίσαμε | θα ψειρίσουμε | να ψειρίσουμε | |||
β' πληθ. | ψειρίσατε | θα ψειρίσετε | να ψειρίσετε | ψειρίστε | ||
γ' πληθ. | ψείρισαν ψειρίσαν(ε) |
θα ψειρίσουν(ε) | να ψειρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψειρίσει | είχα ψειρίσει | θα έχω ψειρίσει | να έχω ψειρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψειρίσει | είχες ψειρίσει | θα έχεις ψειρίσει | να έχεις ψειρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψειρίσει | είχε ψειρίσει | θα έχει ψειρίσει | να έχει ψειρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψειρίσει | είχαμε ψειρίσει | θα έχουμε ψειρίσει | να έχουμε ψειρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψειρίσει | είχατε ψειρίσει | θα έχετε ψειρίσει | να έχετε ψειρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψειρίσει | είχαν ψειρίσει | θα έχουν ψειρίσει | να έχουν ψειρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψειρίζομαι | ψειριζόμουν(α) | θα ψειρίζομαι | να ψειρίζομαι | ||
β' ενικ. | ψειρίζεσαι | ψειριζόσουν(α) | θα ψειρίζεσαι | να ψειρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ψειρίζεται | ψειριζόταν(ε) | θα ψειρίζεται | να ψειρίζεται | ||
α' πληθ. | ψειριζόμαστε | ψειριζόμαστε ψειριζόμασταν |
θα ψειριζόμαστε | να ψειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ψειρίζεστε | ψειριζόσαστε ψειριζόσασταν |
θα ψειρίζεστε | να ψειρίζεστε | (ψειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ψειρίζονται | ψειρίζονταν ψειριζόντουσαν |
θα ψειρίζονται | να ψειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψειρίστηκα | θα ψειριστώ | να ψειριστώ | ψειριστεί | ||
β' ενικ. | ψειρίστηκες | θα ψειριστείς | να ψειριστείς | ψειρίσου | ||
γ' ενικ. | ψειρίστηκε | θα ψειριστεί | να ψειριστεί | |||
α' πληθ. | ψειριστήκαμε | θα ψειριστούμε | να ψειριστούμε | |||
β' πληθ. | ψειριστήκατε | θα ψειριστείτε | να ψειριστείτε | ψειριστείτε | ||
γ' πληθ. | ψειρίστηκαν ψειριστήκαν(ε) |
θα ψειριστούν(ε) | να ψειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψειριστεί | είχα ψειριστεί | θα έχω ψειριστεί | να έχω ψειριστεί | ψειρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψειριστεί | είχες ψειριστεί | θα έχεις ψειριστεί | να έχεις ψειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψειριστεί | είχε ψειριστεί | θα έχει ψειριστεί | να έχει ψειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψειριστεί | είχαμε ψειριστεί | θα έχουμε ψειριστεί | να έχουμε ψειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψειριστεί | είχατε ψειριστεί | θα έχετε ψειριστεί | να έχετε ψειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψειριστεί | είχαν ψειριστεί | θα έχουν ψειριστεί | να έχουν ψειριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψειρισμένος - είμαστε, είστε, είναι ψειρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψειρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψειρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψειρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψειρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψειρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψειρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψειρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας