Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεψειρίζω < ξε- + ψειρίζω

ξεψειρίζω

  • αφαιρώ μέ προσοχή τις ψείρες από κάποιον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία