Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεψείρισμα τα ξεψειρίσματα
      γενική του ξεψειρίσματος των ξεψειρισμάτων
    αιτιατική το ξεψείρισμα τα ξεψειρίσματα
     κλητική ξεψείρισμα ξεψειρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεψείρισμα < ξεψειρίζω και ξεψειριάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεψείρισμα ουδέτερο

  1. το καθάρισμα του κεφαλιού ενός ανθρώπου ή του τριχώματος ενός ζώου από τις ψείρες
    Το ξεψείρισμα θα μας πάρει πάνω από μία ώρα κιάντε πάλι σε 2 μέρες τα ίδια. Στο' χα πει εγώ να τα κόψεις τα μαλλιά σου, αλλά ποιός μ' ακούει εμένα;
  2. (κατ’ επέκταση) η ενασχόληση με λεπτομέρειες στην επιμέλεια κειμένου, λογαριασμών ή γενικά στη διάρκεια έρευνας
    Αμάν πια με το ξεψείρισμα των μονόστηλων. Κλείνουν οι αθλητικές σελίδες κι εσύ χρωστάς τρία κείμενα. Σε περιοδικό νομίζεις ότι δουλεύεις;

  Μεταφράσεις επεξεργασία