ξεψείρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεψείρισμα < ξεψειρίζω και ξεψειριάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεψείρισμα ουδέτερο
- το καθάρισμα του κεφαλιού ενός ανθρώπου ή του τριχώματος ενός ζώου από τις ψείρες
- Το ξεψείρισμα θα μας πάρει πάνω από μία ώρα κιάντε πάλι σε 2 μέρες τα ίδια. Στο' χα πει εγώ να τα κόψεις τα μαλλιά σου, αλλά ποιός μ' ακούει εμένα;
- (κατ’ επέκταση) η ενασχόληση με λεπτομέρειες στην επιμέλεια κειμένου, λογαριασμών ή γενικά στη διάρκεια έρευνας
- Αμάν πια με το ξεψείρισμα των μονόστηλων. Κλείνουν οι αθλητικές σελίδες κι εσύ χρωστάς τρία κείμενα. Σε περιοδικό νομίζεις ότι δουλεύεις;
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεψείρισμα
|