Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χωλότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χωλότητ
α
οι
χωλότητ
ες
γενική
της
χωλότητ
ας
των
χωλοτήτ
ων
αιτιατική
τη
χωλότητ
α
τις
χωλότητ
ες
κλητική
χωλότητ
α
χωλότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χωλότητα
<
ελληνιστική
χωλότης
< <
αρχαία ελληνική
χωλός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
xoˈlo.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χωλότητα
θηλυκό
η ιδιότητα αυτού που είναι
χωλός
Συνώνυμα
επεξεργασία
κουτσαμάρα
Συγγενικά
επεξεργασία
χωλαίνω
χωλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωλότητα
αγγλικά
:
limp
(en)
γερμανικά
:
lameco
(de)
ρωσικά
:
хромота
(ru)