Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωλότης < χωλεύω ή χωλαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωλότης θηλυκό

  • η αναπηρία στο πόδι, η αδυναμία χρήσης του ενός ποδιού