Ετυμολογία

επεξεργασία
χωλότης < χωλεύω ή χωλαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωλότης θηλυκό

  • η αναπηρία στο πόδι, η αδυναμία χρήσης του ενός ποδιού