χωλαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωλαίνω < αρχαία ελληνική χωλαίνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχωλαίνω
- (αμετάβατο) είμαι χωλός
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) δεν εξελίσσομαι όσο πρέπει, δε λειτουργώ όπως πρέπει
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον χωλό, του προκαλώ βλάβη στα πόδια ή δυσκολία στο περπάτημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χωλαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχωλαίνω