χρυσαλοιφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- χρυσαλοιφή θηλυκό
- σκόνη χρυσός ή χαλκός ανεμιγμένος με κολλώδη ουσία για επιχρύσωση -η ανάμιξη με χαλκό λέγεται και μπρουντζίνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσαλοιφή
|