Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσαλοιφή οι χρυσαλοιφές
      γενική της χρυσαλοιφής των χρυσαλοιφών
    αιτιατική τη χρυσαλοιφή τις χρυσαλοιφές
     κλητική χρυσαλοιφή χρυσαλοιφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσαλοιφή < χρυσός + αλοιφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσαλοιφή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία