χρυσαλλίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσαλλίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσαλλίς[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.saˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σαλ‐λί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσαλλίδα θηλυκό
- (εντομολογία) το δεύτερο στάδιο μεταμόρφωσης εντόμων, νύμφη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χρυσαλλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας