Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσαλλίδα οι χρυσαλλίδες
      γενική της χρυσαλλίδας των χρυσαλλίδων
    αιτιατική τη χρυσαλλίδα τις χρυσαλλίδες
     κλητική χρυσαλλίδα χρυσαλλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσαλλίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσαλλίς[1]
 
Χρυσαλλίδα πάνω σε φύλλο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.saˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σαλ‐λί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσαλλίδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία