↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονοντούλαπο τα χρονοντούλαπα
      γενική του χρονοντούλαπου των χρονοντούλαπων
    αιτιατική το χρονοντούλαπο τα χρονοντούλαπα
     κλητική χρονοντούλαπο χρονοντούλαπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονοντούλαπο < χρονο- + ντουλάπ(ι) + -ο[1] → δείτε την έκφραση χρονοντούλαπο της ιστορίας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾo.noˈdu.la.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐ντού‐λα‐πο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρονοντούλαπο ουδέτερο

  1. ο μεταφορικός τόπος όπου μένει ξεχασμένο κάτι επί πάρα πολύ χρόνο
    • (για κάτι που αποσύρεται οριστικά)
      Τόσο η ακαδημαϊκή όσο και η φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση του πανεπιστημίου μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. (από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 26 Οκτωβρίου 2010)
    • (για κάτι που ανήκει στο παρελθόν και επανεμφανίζεται μετά από χρόνια)
      Αποκορύφωμα των αρνητικών δημοσιευμάτων το προκλητικό εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού «Focus», με τον τίτλο «Απατεώνες της Ευρώπης», ξυπνά μνήμες από τη ναζιστική κατοχή και ανασύρει από το χρονοντούλαπο το αίτημα καταβολής των γερμανικών αποζημιώσεων. (από την εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, 28 Φεβ. 2010)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία