χρονομίσθωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονομίσθωση | οι | χρονομισθώσεις |
γενική | της | χρονομίσθωσης* | των | χρονομισθώσεων |
αιτιατική | τη | χρονομίσθωση | τις | χρονομισθώσεις |
κλητική | χρονομίσθωση | χρονομισθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονομισθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρονομίσθωση θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) το λίζινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονομίσθωση
|