λίζινγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λίζινγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική leasing < lease < μέση αγγλική *lesen < αγγλονορμανδική *leser < παλαιά γαλλική lesser, laisier (αφήνω) < μεσαιωνική λατινική lasso (αφήνω) < λατινική laxo (λύνω) < laxus (λυτός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *slǵ-so (αδύναμος, ασθενικός)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λίζινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (οικονομία) η ενοικίαση αυτοκινήτων (ή άλλων οχημάτων, αντικειμένων, μηχανημάτων κ.λπ.) για σχετικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα