Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λήζινγκ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λήζινγκ
< →
δείτε
τη λέξη
λίζινγκ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈli.ziŋ
/ & /
ˈli.ziŋɡ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λήζινγκ
ουδέτερο
άκλιτο
(
νεολογισμός
) (
οικονομία
)
άλλη γραφή του
λίζινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λήζινγκ
→
δείτε
τη λέξη
λίζινγκ