lesser
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlesser (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μικρότερος, λιγότερος, που δεν είναι τόσο μεγάλο σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία όσο κάτι ή κάποιος άλλος
- ⮡ to a lesser degree - σε μικρότερο βαθμό
- ⮡ I chose the lesser evil.
- Διάλεξα το μικρότερο κακό.
- ⮡ The industry will temporarily make a lesser profit.
- Η βιομηχανία θα έχει προσωρινά λιγότερο κέρδος.
Επίρρημα
επεξεργασίαlesser (en)
- λιγότερο, σε μικρότερο βαθμό από άλλα άτομα ή πράγματα του ίδιου είδους
- ⮡ the lesser-used languages in Europe - οι λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες στην Ευρώπη
- ⮡ for the lesser-known people - για τους λιγότερο γνωστούς ανθρώπους