χρηματαγορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρηματαγορά θηλυκό
- η αγοραπωλησία χρήματος, που γίνεται συνήθως στο χρηματιστήριο
- το ίδιο το χρηματιστήριο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χρήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρηματαγορά