χρεώβαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρεώβαρο | τα | χρεώβαρα |
γενική | του | χρεώβαρου | των | χρεώβαρων |
αιτιατική | το | χρεώβαρο | τα | χρεώβαρα |
κλητική | χρεώβαρο | χρεώβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρεώβαρο < αρχαία ελληνική χρέως / χρέος + βάρος + -ο (πβ. μεσαιωνική ελληνική χρεοβαρής[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρεώβαρο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρεώβαρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρεοβαρής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- χρεώβαρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)