χορταράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χορταράκι | τα | χορταράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χορταράκι | τα | χορταράκια |
κλητική | χορταράκι | χορταράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορταράκι < χορτάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορταράκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) το λεπτό, μη ανεπτυγμένο χόρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χορταράκι
|