χοροστατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοροστατώ < ελληνιστική κοινή χοροστατέω / χοροστατῶ < αρχαία ελληνική χοροστάτης < χορός + ἵστημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.ɾo.staˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρο‐στα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαχοροστατώ
- (θρησκεία) προεξάρχω στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας ή άλλης ακολουθίας
- Την πρώτη του Θεία Λειτουργία μετά την χειροτονία του σε Επίσκοπο τέλεσε σήμερα στην Καλαμάτα ο νέος Μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων κ. Θεόκλητος. Ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε κατά τον Όρθρο και τέλεσε την Θεία Λειτουργία.(*)
Συγγενικά
επεξεργασία- χοροστάσι
- χοροστασία
- χοροστάσιο
- χοροστατικός
- χοροστατών
- → δείτε τις λέξεις χορός και στέκομαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χοροστατώ | χοροστατούσα | θα χοροστατώ | να χοροστατώ | χοροστατώντας | |
β' ενικ. | χοροστατείς | χοροστατούσες | θα χοροστατείς | να χοροστατείς | (χοροστάτει) | |
γ' ενικ. | χοροστατεί | χοροστατούσε | θα χοροστατεί | να χοροστατεί | ||
α' πληθ. | χοροστατούμε | χοροστατούσαμε | θα χοροστατούμε | να χοροστατούμε | ||
β' πληθ. | χοροστατείτε | χοροστατούσατε | θα χοροστατείτε | να χοροστατείτε | χοροστατείτε | |
γ' πληθ. | χοροστατούν(ε) | χοροστατούσαν(ε) | θα χοροστατούν(ε) | να χοροστατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χοροστάτησα | θα χοροστατήσω | να χοροστατήσω | χοροστατήσει | ||
β' ενικ. | χοροστάτησες | θα χοροστατήσεις | να χοροστατήσεις | χοροστάτησε | ||
γ' ενικ. | χοροστάτησε | θα χοροστατήσει | να χοροστατήσει | |||
α' πληθ. | χοροστατήσαμε | θα χοροστατήσουμε | να χοροστατήσουμε | |||
β' πληθ. | χοροστατήσατε | θα χοροστατήσετε | να χοροστατήσετε | χοροστατήστε | ||
γ' πληθ. | χοροστάτησαν χοροστατήσαν(ε) |
θα χοροστατήσουν(ε) | να χοροστατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χοροστατήσει | είχα χοροστατήσει | θα έχω χοροστατήσει | να έχω χοροστατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χοροστατήσει | είχες χοροστατήσει | θα έχεις χοροστατήσει | να έχεις χοροστατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χοροστατήσει | είχε χοροστατήσει | θα έχει χοροστατήσει | να έχει χοροστατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χοροστατήσει | είχαμε χοροστατήσει | θα έχουμε χοροστατήσει | να έχουμε χοροστατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χοροστατήσει | είχατε χοροστατήσει | θα έχετε χοροστατήσει | να έχετε χοροστατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χοροστατήσει | είχαν χοροστατήσει | θα έχουν χοροστατήσει | να έχουν χοροστατήσει |
|