Ετυμολογία

επεξεργασία
χοροστατώ < ελληνιστική κοινή χοροστατέω / χοροστατῶ < αρχαία ελληνική χοροστάτης < χορός + ἵστημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.ɾo.staˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρο‐στα‐τώ

χοροστατώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία