χοροστατέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοροστατέω < (χοροστάτης), αρχαία ελληνική χορός χορο- + -στατέω
Ρήμα επεξεργασία
χοροστατέω/ χοροστατῶ (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- χοροστατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.