χοροστατών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοροστατών < αρχαία ελληνική χοροστατῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χοροστατέω
Επίθετο
επεξεργασίαχοροστατών
- (θρησκεία) που χοροστατεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοροστατών
|