χοντρέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοντρέλα | οι | χοντρέλες |
γενική | της | χοντρέλας | — | |
αιτιατική | τη | χοντρέλα | τις | χοντρέλες |
κλητική | χοντρέλα | χοντρέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοντρέλα < χοντρ(ή) (< χοντρός) + μεγεθυντικό επίθημα -έλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοντρέλα θηλυκό (αρσενικό χοντρέλας)
- (μειωτικό) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κοπέλα ή γυναίκα που είναι ιδιαίτερα παχιά, πολύ χοντρή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοντρέλα
|
Πηγές επεξεργασία
- χοντρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας