Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωροφορμικός η χλωροφορμική το χλωροφορμικό
      γενική του χλωροφορμικού της χλωροφορμικής του χλωροφορμικού
    αιτιατική τον χλωροφορμικό τη χλωροφορμική το χλωροφορμικό
     κλητική χλωροφορμικέ χλωροφορμική χλωροφορμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωροφορμικοί οι χλωροφορμικές τα χλωροφορμικά
      γενική των χλωροφορμικών των χλωροφορμικών των χλωροφορμικών
    αιτιατική τους χλωροφορμικούς τις χλωροφορμικές τα χλωροφορμικά
     κλητική χλωροφορμικοί χλωροφορμικές χλωροφορμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλωροφορμικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χλωροφορμικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία