χλωροτετρακυκλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλωροτετρακυκλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chlortetracycline < αρχαία ελληνική χλωρός + τετρα- + κύκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωροτετρακυκλίνη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χλωροτετρακυκλίνη