χλατσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλατσιά | οι | χλατσιές |
γενική | της | χλατσιάς | των | χλατσιών |
αιτιατική | τη | χλατσιά | τις | χλατσιές |
κλητική | χλατσιά | χλατσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλατσιά < χλατσ(ί) (ουδέτερο) + -ιά < χλατς < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλατσιά θηλυκό
- (αθλητισμός: μπάσκετ, αργκό) άλλη μορφή του χλατσί
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλατσιά
|