χιονόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιονόσφαιρα < χιονό- + σφαίρα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneeball (μαρτυρείται από το 1863)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çoˈno.sfe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐σφαι‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονόσφαιρα θηλυκό
- (λόγιο) η χιονόμπαλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονόσφαιρα
→ δείτε τη λέξη χιονόμπαλα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)