χιονοκάλτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονοκάλτσα < χιονο- + κάλτσα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική snow sock
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ço.noˈkal.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐κάλ‐τσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιονοκάλτσα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό