χιονοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.noˈðɾo.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐δρό‐μι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονοδρόμιο ουδέτερο
- (αθλητισμός) ειδικά διαμορφωμένος χώρος για αγώνες χιονοδρομίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονοδρόμιο