Δείτε επίσης: χιονόβροχο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοβροχή οι χιονοβροχές
      γενική της χιονοβροχής των χιονοβροχών
    αιτιατική τη χιονοβροχή τις χιονοβροχές
     κλητική χιονοβροχή χιονοβροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονοβροχή < χιονο- + βροχή. (μαρτυρείται από το 1891)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no.vɾoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βρο‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονοβροχή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)