χιονοβροχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ço.no.vɾoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐βρο‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιονοβροχή θηλυκό
- (μετεωρολογία) βροχόπτωση που πέφτει μαζί με χιονόπτωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χιονοβροχή
→ δείτε τη λέξη χιονόβροχο |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)