Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιλιασμός οι χιλιασμοί
      γενική του χιλιασμού των χιλιασμών
    αιτιατική τον χιλιασμό τους χιλιασμούς
     κλητική χιλιασμέ χιλιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιασμός < χίλια μάλλον για να αποδοθεί η ξένη λέξη millenialism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιλιασμός αρσενικό

  • δόγμα μερίδας Χριστιανών που πιστεύουν ότι πριν από τη Δευτέρα Παρουσία θα προηγηθεί μάχη με το Σατανά αλλά και περίοδος χιλίων ετών κατά τα οποία θα βασιλεύει στη γη ο Χριστός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία